- τιτθός
- τιτθόςbreastmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιτθός — ὁ, Α 1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.) 2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός 3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ.… … Dictionary of Greek
τιτθοῖς — τιτθός breast masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθοῖσι — τιτθός breast masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθοῖσιν — τιτθός breast masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθοί — τιτθός breast masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθοῦ — τιτθός breast masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθούς — τιτθός breast masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθῷ — τιτθός breast masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθόν — τιτθός breast masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομότιτθος — ὁμότιτθος, ον (Α) αυτός που ανατράφηκε από την ίδια τροφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπό τιτθος] … Dictionary of Greek